intimate
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. οἰκεῖος, γνώριμος. συνήθης.
be intimate with: P. γνωρίμως ἔχειν (dat.), συνήθως ἔχειν (dat.), χρῆσθαι (dat.).
substantive
Use adj.
verb transitive
hint: P. παραδηλοῦν, ὑποσημαίνειν; see hint, announce.