latiguear
Spanish > Greek
ἐκδέψομαι, ἀπομαστίζω, ἐκμαστιγόω, ἐναικίζω, θωμίζω, ἱμάσσω, ἱμάττω, καταμαστιγόω, μαστιάω, μαστιγόω, μαστίζω, μαστίσδω, μαστίω, φραγγελόω
ἐκδέψομαι, ἀπομαστίζω, ἐκμαστιγόω, ἐναικίζω, θωμίζω, ἱμάσσω, ἱμάττω, καταμαστιγόω, μαστιάω, μαστιγόω, μαστίζω, μαστίσδω, μαστίω, φραγγελόω