mangante
Spanish > Greek
ἀναμοχλευτής, ἀνατρυπητής, ἁρπαγεύς, ἅρπαγος, ἁρπαγων, ἁρπακτήρ, ἁρπακτήριος, ἀρπακτής, ἁρπακτικός, ἅρπαξ, ἁρπαστής, ἀφαιρέτης, δραξών, ἐκδύτης, ἐξαρπάκτωρ, κλέπτης
ἀναμοχλευτής, ἀνατρυπητής, ἁρπαγεύς, ἅρπαγος, ἁρπαγων, ἁρπακτήρ, ἁρπακτήριος, ἀρπακτής, ἁρπακτικός, ἅρπαξ, ἁρπαστής, ἀφαιρέτης, δραξών, ἐκδύτης, ἐξαρπάκτωρ, κλέπτης