ἁρπακτήριος
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
ἁρπακτήριον, = ἁρπακτικός, Lyc.157.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 358] räuberisch, πόθος Lycophr. 157.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτήριος: -ον, = ἁρπακτικός, Λυκόφρ. 157.
Greek Monolingual
ἁρπακτήριος, -α, -ον (Α)
αρπακτικός.