ongelukkig
Dutch > Greek
βαρύποτμος, δάϊος, δείλαιος, δειλός, κακοδαίμων, κακόποτμος, κακοτυχής, κάμμορος, καχήμερος, παλιντυχής, πολύστονος, στυγερός, σχέτλιος
βαρύποτμος, δάϊος, δείλαιος, δειλός, κακοδαίμων, κακόποτμος, κακοτυχής, κάμμορος, καχήμερος, παλιντυχής, πολύστονος, στυγερός, σχέτλιος