βαρύποτμος
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
βαρύποτμον, = βαρυδαίμων, of persons, S.Ph.1096 (lyr.); of sufferings, grievous, Id.OC1449 (lyr.): Comp. -ότερος Plu2.989e: Sup. -ότατος Id.TG5, Ph.1.637; but ξυμφορᾶς βαρυποτμωτάτας (metri gr.) E.Ph. 1345 (lyr.).
Spanish (DGE)
(βᾰρύποτμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de destino grave, desdichado de pers., S.Ph.1096, E.Heracl.608, SEG 16.532b.5 (Creta II/I a.C.), compar. ἀνὴρ ... βαρυποτμότερος Plu.2.989d, sup. Περσεὺς ... βαρυποτμότατος Plu.2.474f, στρατηγός Plu.TG 5
•de situaciones desdichado, penoso κακά S.OC 1449, τύχα E.Hipp.827, sup. οἴμοι ξυμφορᾶς βαρυποτμωτάτας (metri causa), E.Ph.1345.
German (Pape)
[Seite 434] mit schwerem Geschick, unglücklich, Soph. Phil. 1085 O. C. 1458; öfter Eur., βαρυποτμώτατος Phoen. 1383; Plut. Tib. Gr. 5; im compar. Gryll. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au sort pénible, infortuné;
2 en parl. de choses pénible;
Cp. βαρυποτμότερος, Sp. βαρυποτμότατον.
Étymologie: βαρύς, πότμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύποτμος -ον βαρύς, πότμος superl. βαρυποτμότατος en (trag.) βαρυποτμώτατος, met zwaar lot; ongelukkig:. β. κακά rampen die ongeluk brengen Soph. OC 1449; ὄλβιον, οὐ βαρύποτμον, ἄνδρα een gelukkig, niet een ongelukkig mens Eur. Hcld. 608.
Russian (Dvoretsky)
βαρύποτμος:
1 злосчастный, злополучный Soph., Plut.;
2 тяжелый, жестокий (κακά Soph.; ξυμφορά Eur.).
Greek Monolingual
βαρύποτμος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) βαριόμοιρος, δυστυχισμένος
2. (για γεγονότα) βαρύς, θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πότμος («ό,τι προσπίπτει σε κάποιον τυχαία, μοίρα, πεπρωμένο») < πίπτω.
Greek Monotonic
βᾰρύποτμος: -ον=βαρυδαίμων, λέγεται για πρόσωπα, κακότυχος, σε Σοφ.· λέγεται για βάσανα, δυστυχίες, αβάσταχτος, στον ίδ.· ανώμ. υπερθ. βαρυποτμώτατος (χάριν του μέτρου), σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύποτμος: -ον, = βαρυδαίμων, ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Φ. 1096· ἐπὶ δυστυχημάτων, θλιβερός, ἀλγεινός, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1449·―Συγκρ. –ότερος, ὑπερθ. –ότατος, Πλούτ. 2. 989Ε, Τιβ. Γράκχ. 5· ἀλλά, ξυμφορᾶς βαρυποτμωτάτας (χάριν τοῦ μέτρου) Εὐρ. Φοιν. 1345, πρβλ. Πόρσ. 1367.
Middle Liddell
= βαρυδαίμων [irreg. Sup. βαρυποτμώτατος (metri grat.) Eur.]
of persons, Soph.; of sufferings, grievous, Soph.