pandura

Latin > English (Lewis & Short)

pandūra: ae, f., and pandūrĭum, ii, n., = πανδοῦρα,
I a musical instrument of three strings, invented by Pan, Isid. Orig. 3, 20: hircipedem (i. e. Pana) pandura ... Faunum tibia decuerunt, Mart. Cap. 9, § 906; 9, § 924.

Latin > French (Gaffiot 2016)

pandūra, æ, f. (πανδοῦρα), pandore, luth à trois cordes : Varro L. 8, 61 ; Capel. 9, 906.

Latin > German (Georges)

pandūra, ae, f. (πανδοῦρα), ein dreisaitiges musikalisches Instrument, Varro LL. 8, 61 (neben psalterium). Mart. Cap. 9. § 906 u. § 924: Nbf. pandūrium, iī, n. (πανδούριον, Hesych.), Cassiod. in psalm. 36. v. 1 (tom. 2. p. 468, a) u. de music. 5 (tom. 2. p. 556, b ed. Garet): u. pandōrium, Isid. orig. 3, 20, 1: u. pandōrius, iī, m., Isid. orig. 3, 20, 8.

Wikipedia EN

The pandura (Ancient Greek: πανδοῦρα, pandoura) or pandore, an ancient string instrument, belonged in the broad class of the lute and guitar instruments. Akkadians played similar instruments from the 3rd millennium BC. Ancient Greek artwork depicts such lutes from the 3rd or 4th century BC onward.

The ancient Greek pandoura was a medium or long-necked lute with a small resonating chamber, used by the ancient Greeks. It commonly had three strings: such an instrument was also known as the trichordon (three-stringed) (τρίχορδον, McKinnon 1984:10). Its descendants still survive as the Kartvelian panduri, the Greek tambouras and bouzouki, the North African kuitra, the Eastern Mediterranean saz and the Balkan tamburica and remained popular also in the near east and eastern Europe, too, usually acquiring a third string in the course of time, since the fourth century BC.

Renato Meucci (1996) suggests that the some Italian Renaissance descendants of pandura type were called chitarra italiana, mandore or mandola.

Wikipedia EL

Η βιβλιογραφία και η εικονογραφία η σχετική με την πανδούρα είναι πολύ φτωχή και οι πληροφορίες ελάχιστες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα λαουτοειδή στον ελλαδικό χώρο δεν ήταν καθόλου διαδεδομένα και ακόμη περισσότερο θεωρούνταν όργανα εντελώς λαϊκά και περιθωριοποιημένα. Το φαινόμενο του παραγκωνισμού κάποιων οργάνων δεν είναι καινούργιο. Κάθε φορά που νέες τάσεις και τεχνοτροπίες έρχονται στο φως συναντούν την έντονη κριτική και μη αποδοχή των σκεπτικιστών που έχουν συνηθίσει να κινούνται μέσα σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Όντως η πανδούρα παρουσίαζε τέτοιους νεωτερισμούς ώστε να αφοριστεί μονομιάς από τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Χάριν του δαχτυλοθέσιού της, λόγω του βραχίονα, προσέφερε μεγάλες δυνατότητες στον εκτελεστή για φωνητικά και οργανικά περάσματα που συνόδευαν μεμονωμένους φθόγγους ή που συνέδεαν φθόγγους έτσι ώστε να δημιουργηθούν μελίσματα και λεγκάτα, μία τεχνοτροπία που ήταν τεχνικά αδύνατο να εφαρμοστεί σε χορδόφωνα όπως η λύρα στην οποία γινόταν χρήση μίας χορδής για κάθε φθόγγο. Τα μελίσματα αυτά παραβαίνουν, με σκανδαλώδη τρόπο, τους αυστηρούς κανόνες της κλασσικής παιδείας με αποτέλεσμα οι εραστές της πανδουρίδας να περιθωριοποιούνται τόσο σε μουσικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο μελισματικός όμως χαρακτήρας του οργάνου, που συχνά κρατούσαν στα χέρια τους εταίρες σε γιορτές και οινοποσίες, βοηθούσε την ηδονιστική και λάγνα τέρψη που κι αυτή βεβαίως υπέρβαινε τους στερεούς κανόνες της ηθικής. Ένα τέτοιο άτομο, πολύ επιρρεπές σε αυτά τα παραβατικά στάδια, ήταν ο Φίλιππος ο Μακεδόνας, ο πατέρας του Αλέξανδρου. Ο Φίλιππος διασκέδαζε υπό τους ήχους της πανδούρας, μέθαγε και γλεντοκοπούσε γι αυτό και θεωρούνταν κατάπτυστος από τους Αθηναίους ρήτορες και πολιτικούς του αντιπάλους.

Μόνο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους το όργανο θα αυξήσει τη δημοτικότητά του, κι αυτό λόγω της στενότερης επαφής των Ελλήνων με τους ανατολίτες, ύστερα από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, αφού γινόταν ευρεία χρήση στην Εγγύς Ανατολή, όπως γνωρίζουμε από την αντίστοιχη σουμερική, ασσυριακή και αιγυπτιακή βιβλιογραφία. Η πανδούρα θα απορροφηθεί από την κοινωνία της αρχ. Ρώμης και θα μετονομασθεί σε pandura κρατώντας όμως τον περιθωριακό και χυδαίο χαρακτήρα της σαν όργανο της πλέμπας και της ταβέρνας και φαίνεται πως έγινε το όργανο που προτιμούσαν οι επαγγελματίες λαϊκοί μουσικοί.

Μία σημαντική μαρτυρία για τη χρήση της πανδουρίδας κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έρχεται από την αρχαία Αφροδισιάδα[4]. Σε τοιχογραφία του αρχαίου ναού βρίσκουμε την εγχάρακτη επιγραφή: «ὑπὲρ εὐχῆς Ἀστερίου πανδούρου» (εικ.1) που χρονολογείται προς το τέλος του 5ου αι. της χρονολογίας μας.

Η αρχαιολόγος της ύστερης αρχαιότητας Charlotte Roueché, δίνει τη δική της ερμηνεία για την εν λόγω επιγραφή: η επιγραφή χρονολογείται κατά τα τέλη του 5ου και αρχές του 6ου αι. της χρονολογίας μας και δεν πρέπει να είχε κοπεί πριν ο ναός μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική. Ο Αστέριος αναφέρει το επάγγελμά του ως πανδουριστής. Το επάγγελμα των πανδουριστών αναφέρεται, μεταξύ άλλων, μαζί με διάφορα περιστατικά που συνδέονται με το βίο τους, στο βιβλίο της Κωνσταντίνας Π. Μέντζου “Συμβολαί εις την μελέτην του οικονομικού και κοινωνικού βίου της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (Η προσφορά των εκ της Μ. Ασίας και Συρίας επιγραφών και αγιολογικών κειμένων)”, Αθήναι 1975. Το κεφάλαιο Γ’ αναφέρεται στους καλλιτέχνες και μουσικούς (πανδουριστές, αυλητές, μίμους, χωροβάτες, γλύπτες, κ.λπ.). Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό σχετίζεται με τον βίο του Αγίου Θεοδούλου του Στυλίτη, που έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου. Στο περιστατικό αναφέρεται ότι όταν ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει τον Θεόδουλο του είπε πως θα κληρονομήσει το βασίλειο με τον Κορνήλιο τον πάνδουρο από τη Δαμασκό. Ο Άγιος τρομοκρατήθηκε μόνο με την ιδέα ότι ο Κορνήλιος ήταν καλλιτέχνης. Η φρίκη του Αγίου θα κορυφωθεί όταν στον ιππόδρομο θα συναντήσει τον Κορνήλιο να κρατά με το ένα χέρι την πανδούρα και με το άλλο να αγκαλιάζει μία πόρνη.

Εκτός από την επιγραφή που αναφέρεται στον Αστέριο, υπάρχουν δύο χριστιανικοί επιτάφιοι πανδουριστών. Ο πρώτος από τη Σελεύκεια της Κιλικίας και ο δεύτερος από πανδουριστές της αρχαία Γεράσας της Ιορδανίας. Από τους επιτάφιους αυτούς συμπεραίνουμε ότι οι πανδουριστές της εποχής αυτής δε θεωρούνται και τόσο κατάπτυστοι σαν τους συναδέλφους τους της κλασσικής Ελλάδας, ούτε τόσο ασυμβίβαστοι με τη χριστιανική κοινωνία της εποχής του Θεοδούλου. Δε θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι οι πάνδουροι επαγγελματίες συνέβαλαν στην παροχή μουσικών υπηρεσιών στις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Υπήρχαν σημαντικές πολεμικές, κατά τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, σχετικά με τη χρήση ή μη οργάνων στην εκκλησιαστική λειτουργία. Αυτό δεν θα απέκλειε το γεγονός ότι ο Αστέριος και οι άλλοι πανδουριστές, στις επιγραφές τους, αυτοχαρακτηρίζονταν όσον αφορά τα εκκλησιαστικά μουσικά τους καθήκοντα και όχι την άσωτη ζωή της ταβέρνας και του θεάματος. Η άποψη αυτή πάντως παραμένει ακόμα υποθετική.

Wikipedia ES

Pandura (del griego πανδούρα, que significa Pandora) es un antiguo instrumento de cuerda utilizado en la antigua Grecia, con la innovación de poseer mástil y trastes, a diferencia de las cítaras, liras y arpas.​ Otro de sus nombres es panduris, aunque pandura en su traducción del griego hace una clara alusión al personaje de la mitología griega, Pandora. Originalmente tenía, según la región y antojo de su fabricante, dos, tres, o más cuerdas, y su uso data desde la edad del bronce, circa al año 1350 a. C.​

La disposición de este instrumento facilita la utilización de más notas, es decir, las notas naturales (o cromáticas), más sus semitonos, lo que permitía una combinación de modalidad mayor a modalidad menor.​ De este invento se desprenden instrumentos que conocemos, como la guitarra y demás instrumentos con mástil. Los conocimientos de la pandura se deben a los hallazgos arqueológicos en torno a la región de Troya, y en la propia Grecia.​

Posteriormente el sabio árabe Farabi en el siglo X de esta era, mencionó que existieron en su región dos tipos de pandura: el tanbur de Jorasán (el tipo persa) y el tanbur de Bagdad (el tipo asirio); se conocen otros tipos de panduris posteriores, que son el Tanbur (usado desde Asia Central hasta Egipto), el Dambura (usado en Afganistán) y el Panduri (usado en Georgia). Se discute si el antecesor de la pandura es el tanbur egipcio, ya que las representaciones halladas del tanbur egipcio son posteriores a la edad del bronce.​

Aunque todas son variaciones de la pandura, históricamente se asocian los nombres de tanbora, tanbur, tambora, mandora, pandora, bandora, etc. al mismo instrumento. De su nombre proviene la bandurria.