participate in
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. μετέχειν; (gen.), συμμετέχειν (gen.), μεταλαμβάνειν (gen.), κοινοῦσθαι (gen.), κοινωνεῖν (gen.); see share in.
P. and V. μετέχειν; (gen.), συμμετέχειν (gen.), μεταλαμβάνειν (gen.), κοινοῦσθαι (gen.), κοινωνεῖν (gen.); see share in.