perforación
Spanish > Greek
ἔκτρησις, ἀναστόμωσις, διωρυχή, διάτρημα, διάτρησις, ἔκτρημα, διαρίνησις, διέκτρησις, ἐκτρύπησις, ἀντιτόρησις, ἀνάτρησις
ἔκτρησις, ἀναστόμωσις, διωρυχή, διάτρημα, διάτρησις, ἔκτρημα, διαρίνησις, διέκτρησις, ἐκτρύπησις, ἀντιτόρησις, ἀνάτρησις