διάτρημα
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
English (LSJ)
-ατος, τό,
A foramen for spinal nerves, Gal.2.848.
II dug-out, canoe, Procop.Aed.6.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 anat. orificio, conducto por donde pasan los nervios en la espina dorsal, Gal.2.848
•gener. orificio, agujero por donde sale el agua en una hidria, Sch.Luc.Pisc.28.
2 perforación τῆς βελόνης Gal.18(2).740.
Greek Monolingual
το (AM διάτρημα) διατετραίνω
τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση
νεοελλ.
τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη
German (Pape)
τό, das Durchbohrte, Loch, Schol. Luc. Pisc. 10.