P. and V. ταράσσειν, θράσσειν (Plato but rare P.), συνταράσσειν, ἐκπλήσσω, ἐκπλήσσειν.
be perplexed: P. and V. ἀπορεῖν, ἀμηχανεῖν (rare P.), πλανᾶσθαι, V. συγχεῖσθαι, ἀλᾶσθαι, δυσμηχανεῖν.
perplexed: use adj., P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).