pretence

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό, σχῆμα, τό.

excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ.

pretending: P. προσποίησις, ἡ.