provocation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. παροξυσμός, ὁ.
we begin the war under provocation: P. ἀδικούμενοι τὸν πόλεμον ἐγείρομεν (Thuc. 1, 121).
nor do we attack without extreme provocation: P. οὐδ' ἐπιστρατεύομεν μὴ καὶ διαφερόντως τι ἀδικούμενοι (Thuc. 1, 38).