παροξυσμός
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ὁ,
A irritation, exasperation, incitement, stimulus, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39; παροξυσμὸς ἀγάπης provoking or exciting to love, Ep.Hebr.10.24.
2 severe fit of a disease, culminating moment, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.
German (Pape)
[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N.T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. action d'exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d'une maladie.
Étymologie: παροξύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροξυσμός -οῦ, ὁ παροξύνω stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων = ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).
Russian (Dvoretsky)
παροξυσμός: ὁ
1 раздражение, озлобление, ожесточение, Dem., NT;
2 поощрение, побуждение (ἀγαπῆς καὶ καλῶν ἔργων NT).
Greek (Liddell-Scott)
παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησις ἢ παρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
English (Strong)
from παροξύνω ("paroxysm"); incitement (to good), or dispute (in anger): contention, provoke unto.
English (Thayer)
παροξυσμου, ὁ (παροξύνω, which see);
1. an inciting, incitement: εἰς παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to provoke unto love), irritation (R. V. contention): Sept. twice for קֶצֶף, violent anger, passion, Demosthenes, p. 1105,24.'
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ παροξύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση
2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων
νεοελλ.
1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα
2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεως
μσν.
φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσία
αρχ.
παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).
Greek Monotonic
παροξυσμός: ὁ, διέγερση, εκνευρισμός, σε Δημ., Κ.Δ.· πρόκληση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
παροξυσμός, οῦ, ὁ, [from παροξύ¯νω]
irritation, exasperation, Dem., NTest.: a provoking, NTest.
Chinese
原文音譯:paroxusmÒj 爬而-哦克需士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-銳利(的) 相當於: (קֶצֶף)
字義溯源:激發,爭論,激動,憤怒;源自(παροξύνω)=使其銳利);由(παρά)*=旁,出於)與(ὀξύς)*=鋒利的)組成
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 激發(1) 來10:24;
2) 爭論(1) 徒15:39
English (Woodhouse)
Translations
paroxysm
Arabic: نَوْبَة; Armenian: պարոքսիզմ, նոպա; Bulgarian: пристъп; Catalan: paroxisme; Esperanto: paroksismo; Finnish: kohtaus; French: paroxysme; Georgian: პაროქსიზმი; German: Paroxysmus; Greek: παροξυσμός; Ancient Greek: παροξυσμός; Hungarian: roham; Italian: acme, parossismo, raptus; Polish: paroksyzm; Portuguese: paroxismo; Russian: пароксизм; Serbo-Croatian Cyrillic: пароксѝзам; Roman: paroksìzam; Spanish: paroxismo; Tagalog: bugso; Welsh: pwl
irritation
Azerbaijani: qıcıq, qıcıqlandırma; Bulgarian: раздразнение; Catalan: irritació; Danish: irritation; Esperanto: agaco; Finnish: ärsytys; French: irritation; Georgian: გაღიზიანება; German: Ärger, Irritation, Verärgerung; Greek: ερεθισμός; Ancient Greek: ἀγανάκτησις; Japanese: 苛立ち; Maori: māngeongeo; Middle English: noyaunce; Norwegian Bokmål: irritasjon; Nynorsk: irritasjon; Romanian: iritare; Russian: раздражение; Spanish: irritación; Turkish: iritasyon, irkilme, öfke
incitement
Arabic: تَحْرِيض; Armenian: սադրանք; Belarusian: падбухторванне; Bulgarian: подбуда, подстрекателство; Catalan: incitació; Chinese Mandarin: 煽動, 煽动; Czech: pobuřování, podněcování; Dutch: opruiing, aansporing; Finnish: kehottaminen, yllyttäminen, kiihottaminen; French: incitation, instigation; German: Anstiftung, Verhetzung; Hungarian: felbujtás; Italian: incitamento, istigazione; Japanese: 扇動; Korean: 선동; Latin: incitamentum, calcar; Macedonian: поттикнување; Malayalam: പ്രേരണ; Persian: تحریک; Polish: podżeganie, podburzanie; Portuguese: incitação, incitamento; Romanian: incitare, incitație, stârnire; Russian: подстрекательство; Slovak: podnecovanie; Slovene: pobuda, hujskanje, napeljevanje, ščuvanje; Spanish: incitación; Tajik: таҳрик; Tocharian B: ṣertwe; Ukrainian: підбурювання