sovereign
English > Greek (Woodhouse)
adjective
potent efficacious: P. and V. δραστήριος.
sovereign throne: V. θρόνοι πάναρχοι.
sovereign power: V. παντελὴς μοναρχία, ἡ.
potent efficacious: P. and V. δραστήριος.
sovereign throne: V. θρόνοι πάναρχοι.
sovereign power: V. παντελὴς μοναρχία, ἡ.