ἀμμοχωσία

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A sand-bath, Herod.Med. ap. Orib.10.8 tit., Antyll. ap. Aët.3.9.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, das Vergraben im Sande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμοχωσία: ἡ, ἐπίχωσις δι’ ἄμμου, Παῦλ. Αἰγ. 3. 48.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
baño de arena tít. en Herod.Med. en Orib.10.8, tít. en Antyll. en Aët.3.9.

Greek Monolingual

η (Α ἀμμοχωσία)
κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι.