ανεπηρέαστος

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπηρέαστος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) μη επηρεαζόμενος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη
2. (για πράγματα) αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
αβλαβής.