ανίσωση

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνίσωσις) [ἀνισῶ (II)]
νεοελλ.
μαθ. η ανισότητα που περιέχει μία ή περισσότερες μεταβλητές, όπου καθορίζεται και το σύνολο που αυτές διατρέχουν
αρχ.
ανισότητα.