τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
ἀκάκουργος, -ον (Μ) κακοῡργος1. ο μη κακούργος, ο αγαθός2. επίρρ. άκακούργωςάδολα, άκακα, αφελώς.