Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
ἀνήδυντος, -ον (Α) ηδύνω1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός.