ανεπίληστος
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
Greek Monolingual
ἀνεπίληστος, -ον (AM)
αλησμόνητος, «άληστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλανθάνω «λησμονώ»].