ἁπλοΐζομαι

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(ἁπλοῦς)

   A behave simply, deal frankly, πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18; to be simple in habits, D.C.65.7; to be reduced to simplicity, Dam.Pr.32.—Act. in same sense, Sch.Od.6.187.

German (Pape)

[Seite 293] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλοΐζομαι: ἀποθ. (ἁπλοῦς): ― φέρομαι ἁπλῶς, φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
agir simplement ou franchement.
Étymologie: ἁπλοΐς.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act. Sch.Od.6.187]
1 de pers. ser sencillo o natural πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18, cf. Sch.Od.l.c.
abs. ser de costumbres sencillas D.C.65.7.1.
2 reducirse a una unidad πάντα Dam.Pr.32.

Greek Monolingual

ἀπλοΐζομαι (Α)
συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους.