άπνευστος
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
ἄπνευστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αναπνέει
2. αυτός που δεν τον χτυπούν οι άνεμοι
3. αυτός που δεν έχει ζωή, νεκρός.