άπνευστος
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
ἄπνευστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αναπνέει
2. αυτός που δεν τον χτυπούν οι άνεμοι
3. αυτός που δεν έχει ζωή, νεκρός.