απολέπιση

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού
2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].