απολήγω

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

ἀπολήγω) λήγω
νεοελλ.
καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάτι
2. παύω, σταματώ, περνώ
3. σταματώ να κάνω κάτι
4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον
η απόληξη, η άκρη, το άκρον.