απολήγω

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

ἀπολήγω) λήγω
νεοελλ.
καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάτι
2. παύω, σταματώ, περνώ
3. σταματώ να κάνω κάτι
4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον
η απόληξη, η άκρη, το άκρον.