Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(Α ἀπολήγω) λήγω
νεοελλ.
καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάτι
2. παύω, σταματώ, περνώ
3. σταματώ να κάνω κάτι
4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον
η απόληξη, η άκρη, το άκρον.