ον,
A remaining over, left behind, LXX Ez.41.15, al.; ἀπόλοιπα, τά, unpaid arrears, = Lat. residua, IG5(1).1434 (Messene).
[Seite 313] übriggeblieben, VLL.
ἀπόλοιπος: -ον, ὑπόλοιπος, ἑβδ. (Ἰεζεκ. μα΄, 15, κ. ἀλλ.).
-η, -ο (AM ἀπόλοιπος, -ον)υπόλοιπος.