υπόλοιπος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόλοιπος, -ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, -ον, Α
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο
αρχ.
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοιπός.