απαρατήρητος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαρατήρητος, -ον)
αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε
νεοελλ.
αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν
αρχ.
επίρρ. ἀπαρατηρήτως
χωρίς προφύλαξη.