απαρατήρητος
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπαρατήρητος, -ον)
αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε
νεοελλ.
αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν
αρχ.
επίρρ. ἀπαρατηρήτως
χωρίς προφύλαξη.