ακετόνη

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

η Χημ.
λέγεται και διμεθυλοκετόνη ή 2-προπανόνη ή και οξόνη, το γνωστό ασετόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. acetone < acet- (πρβλ. ακετ-) + -one (< ελλ. πατρωνυμική κατάληξη -ώνη), πρβλ. -όνη].