στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῡμαι, -όομαι)νεοελλ.ναρκώνω κάποιοναρχ.-μσν.είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.