Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποναρκώνω

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῦμαι, -όομαι)
νεοελλ.
ναρκώνω κάποιον
αρχ.-μσν.
είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.