απίκραντος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπίκραντος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν πικράθηκε ή δεν πικραίνεται εύκολα, δεν δοκιμάστηκε, δεν ένιωσε θλίψη
αρχ.
αυτός που δεν πικρίζει, δεν έχει πικρή γεύση.