αναδίφης
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
Greek Monolingual
και αναδιφητής, ο
1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση
2. αυτός που έκανε αναδίφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878 στον ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο].