ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(-άω) (Α ἀναδιφῶ)
νεοελλ.
1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα
2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως
αρχ.
αναζητώ ψηλαφίζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση].