ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
ο (Α ἄποικος)ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμόαρχ.1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].