ατελεσφόρητος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].