ατελεσφόρητος
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].