αρτίστας

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

ο (θηλ., αρτίστα, η)
1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου)
2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.)
γυναίκα ελευθερίων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»].