αρτίστας

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ., αρτίστα, η)
1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου)
2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.)
γυναίκα ελευθερίων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»].