αρσενικοθήλυκος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
και σερνικοθήλυκος, -η, -ο
οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος.
και σερνικοθήλυκος, -η, -ο
οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος.