αρσενικοθήλυκος

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

και σερνικοθήλυκος, -η, -ο
οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος.