αρσενικοθήλυκος
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
και σερνικοθήλυκος, -η, -ο
οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος.