αναπάντητος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπάντητος, -ον) ἀπαντώ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση
2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε
3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει
αρχ.
(για δρόμο) αυτός, στον οποίο κανείς δεν συναντά κανένα.