αναπάντητος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπάντητος, -ον) ἀπαντώ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση
2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε
3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει
αρχ.
(για δρόμο) αυτός, στον οποίο κανείς δεν συναντά κανένα.