αυτόδικος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόδικος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει αυτοδικία
αρχ.
(για πόλεις ή περιοχές) εκείνος που έχει δικό του δίκαιο, δικιά του νομοθεσία.