Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ (-ώνω)]κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδωννεοελλ.κύρτωση, κάμψη.