κύρτωση

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η (Α κύρτωσις)
1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα
2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῦ σώματος», Πτολ.)
αρχ.
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα
2. φυσαλλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyrtosis < νεολατ. cyrtosis < κυρτός + κατάλ. -ωσις].