ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
και βλήχο, το (Α βλῆχνον)η φτέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. (Νεοελλ.) βλέχνο, βλήχο < αρχ. βλήχνον, λ. άγνωστης ετυμολ.].