αφιέρωση
From LSJ
ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
η (AM ἀφιέρωσις) αφιερώ
προσφορά αφιερώματος
νεοελλ.
1. τιμητική προσφορά βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα σε πρόσωπο που τιμά καθώς και η αναγραφή της στην πρώτη σελίδα του
αρχ.
(καθ)αγιασμός, καθοσίωση.