αναγραφή
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
η (Α ἀναγραφή) ἀναγράφω
1. χάραξη, γράψιμο σε στήλη
2. καταχώριση, εγγραφή (νόμων κ.λπ.)
3. τιμητική καταχώριση του ονόματος κάποιου
4. κατάλογος, κατάσταση, πίνακας
νεοελλ.
μνεία σε έντυπο, γνωστοποίηση, δημοσίευση
αρχ.
1. συστηματική καταγραφή, κωδικοποίηση
2. διήγηση, περιγραφή
3. στερεότυπη διατύπωση, συνταγή.