αναγραφή
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
η (Α ἀναγραφή) ἀναγράφω
1. χάραξη, γράψιμο σε στήλη
2. καταχώριση, εγγραφή (νόμων κ.λπ.)
3. τιμητική καταχώριση του ονόματος κάποιου
4. κατάλογος, κατάσταση, πίνακας
νεοελλ.
μνεία σε έντυπο, γνωστοποίηση, δημοσίευση
αρχ.
1. συστηματική καταγραφή, κωδικοποίηση
2. διήγηση, περιγραφή
3. στερεότυπη διατύπωση, συνταγή.