βελονάς
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
Greek Monolingual
ο (θηλ. βελονού, η)
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει βελόνες.
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
ο (θηλ. βελονού, η)
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει βελόνες.